Το φύλλο

Ο συγγραφέας Γιώργος Αλεξανδρινός, Παρίσι, Φεβρουάριος,1989

Το φύλλο

Διήγημα του Γιώργου Αλεξανδρινού
από τη συλλογή Νυχτώνει στα Γρεβενά

Ήτανε τον καιρό που έβλεπα τον κόσμο από contre-plongée. Παιδί, σήκωνα το βλέμμα μου προς τα πάνω για να βλέπω τους μεγάλους και τις πράξεις τους. Για να διακρίνω ό,τι εκείνοι επιμελώς φρόντιζαν να μου κρύβουν. Να αποκρυπτογραφώ τους κώδικές τους. Κι έπαιρναν τότε, στα μάτια μου, όλα μιαν Αισχύλεια διάσταση, σ’εκείνη τη Σύγχρονη Ελληνική Τραγωδία που διαδραματιζόταν ερήμην μου.
Πεδίο δράσης των παρατηρήσεών μου ήταν το μαγαζί του πατέρα μου, που βρισκόταν στην αγορά, στο κέντρο της πόλης. Όφειλα να πηγαίνω στο μαγαζί για να με στέλνει ο πατέρας μου στις εξωτερικές δουλειές. Τις θερινές διακοπές μου τις περνούσα όλες στο πεζοδρόμιο καθισμένος στο τσιμεντένιο πεζούλι της πόρτας, περιμένοντας το κέλευσμα. Απέναντι η Λαχαναγορά, κάποιες παράγκες από λαμαρίνα και μουσαμά. Εκεί που τέλειωναν οι παράγκες υψωνόταν ένα ρολόι μιας μπάσταρδης, ξενόφερτης αρχιτεκτονικής, μ’ένα μικρό τσίγκινο αεροπλανάκι στην κορυφή του. Ανεμοδείκτης τάχα της νηνεμίας της μικρής μας πόλης. Ακολουθούσε δεξιά μια ανισόπεδη αλάνα, όπου κάθε Σάββατο γινόταν το παζάρι. Τότε, το Σάββατο ήταν, ακόμη, εργάσιμη ημέρα.
Δίπλα ακριβώς στο μαγαζί του πατέρα μου, ο Αριστείδης είχε το καφενείο του. «Κυλικείον τα 5 φ».
― Ξέρεις τι σημαίνει;
― Φίλε, φέρε, φίλους, φάτε, φύγετε…
Το κυλικείο ήταν μια τρύπα. Όσο που χωρούσε ο νεροχύτης, το πετρογκάζ και μια παγωνιέρα. Το Σάββατο, καθώς κατέβαινε κόσμος από τα χωριά, έκανε κοκορέτσι και κεμπάπ σε μια ψησταριά που ήταν στημένη στο πεζοδρόμιο. Δύο-τρία μεταλλικά τραπεζάκια και ψάθινες καρέκλες ― στο πεζοδρόμιο κι εκείνα ― υποδέχονταν τους μόνιμους πελάτες. Μόνιμος περαστικός, αλλά όχι και απαραίτητα πελάτης πάντα, ο εφημεριδοπώλης Ανδρέας. Ηλικιωμένος, κοντός, περίεργα ψευδός, με στραβό το στόμα ― από ψύξη σίγουρα ― η πάνω του μασέλα με χρυσά δόντια, διαλαλούσε προφέροντας κακόηχα, τα ονόματα, μόνον μερικών επιλεγμένων εφημερίδων, ενώ η μεγάλη, με το βαρύ φορτίο της, δερμάτινη θήκη του, τις περιείχε όλες.
O αδερφός του, ιδιοκτήτης του μεγάλου κεντρικού βιβλιοχαρτοπωλείου της κεντρικής πλατείας, είχε την πρακτόρευση των εφημερίδων. Εκεί, είχα θαυμάσει, πολλές φορές, τη δεξιοτεχνία ενός υπαλλήλου, ο οποίος με τη βοήθεια ενός μεταλλικού εργαλείου των μαραγκών, σε σχήμα L, με πιο γεμάτη τη μικρή πλευρά του ― «γωνία» το αποκαλούν οι χρήστες του ― έκοβε με γρήγορες, σταθερές, ακριβείς κινήσεις, από την πρώτη σελίδα των απούλητων εφημερίδων, το τμήμα που περιείχε την ημερομηνία. Όπως εκείνος μου είχε εξηγήσει, ικανοποιώντας την παιδική μου περιέργεια, επέστρεφαν, για ευκολία, μόνον αυτά τα μικρά αποκόμματα, αντί για ολόκληρες τις εφημερίδες, στα κεντρικά πρακτορεία. Τα υπόλοιπα σώματα των εφημερίδων τάδιναν με το κιλό σε έναν παντοπώλη, ο οποίος τις χρησιμοποιούσε για να τυλίγει τα προϊόντα που πωλούσε. Επιπλέον, εκείνος διέθετε σε λιανική, αυτές τις, χωρίς ημερομηνία στο πρωτοσέλιδο, εφημερίδες και σ’άλλους επαγγελματίες που χρειάζονταν χαρτί περιτυλίγματος. Αγοραστής τέτοιων εφημερίδων ήμουν κι εγώ, αφού ο πατέρας μου τις χρησιμοποιούσε για να τυλίγει τα παπούτσια που επιδιόρθωνε. Ήταν τσαγκάρης. Υποδηματοποιείον. Ένα λιοντάρι κρατώντας, σταθερά στα μπροστινά του πόδια ένα άρβυλο, το δάγκωνε με μανία. « Θα το σχίσεις, αλλά δεν θα το ξηλώσεις », δήλωνε το σλόγκαν της ποιότητας, γραμμένο ημικυκλικά. Κάπου σκούριασε εκείνη η λαμαρινένια ταμπέλα και την έχασα. Έφερε και την υπογραφή του καλλιτέχνη.
Ανάμεσα στις εφημερίδες που αγόραζα, υπήρχαν και τίτλοι οι οποίοι έχουν εκλείψει, όπως Η Βραδυνή, Η Αθηναϊκή, Η Μεσημβρινή. Μία εφημερίδα τραβούσε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον μου κι όπως ο υπάλληλος του παντοπωλείου μού έδινε ένα πακέτο στην τύχη, κάθε φορά, χαιρόμουν όταν συνέβαινε να είναι κι εκείνη ανάμεσα στις άλλες. Η Αυγή. Διασκέδαζα και συνάμα τρόμαζα με τα πρωτοσέλιδα σκίτσα κάποιου ανορθόγραφου Μποστ. Οι τρεις οστεώδεις, ρακένδυτοι, κακομούτσουνοι πρωταγωνιστές τους, « Η μαμά Ελλάς », « Η Ανεργίτσα » και « Ο Πειναλέων », έδειχναν κάποια χαρά που, αν και το φύλλο που τους περιείχε, κατάντησε χαρτί περιτυλίγματος, έβρισκαν έναν αναγνώστη, ο οποίος εναγωνίως επιζητούσε να τους συναντήσει. Βάναυσα ο πατέρας μου άρπαζε ένα κομμάτι εφημερίδας, το τοποθετούσε πάνω στη σόλα του παπουτσιού, το οποίο είχε ήδη εφαρμόσει στο αμόνι, και με τη βοήθεια μιας ράσπας έτριβε στην περίμετρο της σόλας για να βγάλει τη στάμπα και με έστελνε να αγοράσω το πετσί που χρειαζόταν. Το ίδιο έκανε και για τα τακούνια, όταν απαιτητικοί πελάτες ζητούσαν δερμάτινο τακούνι και όχι λαστιχένιο. Έτσι ο πατέρας μου χρησιμοποιούσε τις εφημερίδες και γι’άλλο σκοπό εκτός από εκείνον του περιτυλίγματος. Φυσικά και στεναχωριόμουν όταν έβλεπα τη φάτσα του «Πειναλέοντα » να τεμαχίζεται αμείλικτα από τα δόντια της ράσπας ή και τους τρεις συντρόφους μου να τσαλακώνονται στην άκρη του πακέτου, αλλά δεν μπορούσα να επέμβω. Όλα συνέβαιναν τόσο γρήγορα. Με επιδέξιες κινήσεις ο πατέρας μου τύλιγε τα παπούτσια, βάζοντας το ένα απέναντι στο άλλο, από την εσωτερική πλευρά τους και ανάποδα και με έστελνε να τα πάω στους ιδιοκτήτες τους.
Βλέποντας τον Ανδρέα να διασχίζει φορτωμένος την πόλη, ήξερα πως ένα τμήμα του φορτίου του θα κατέληγε και στα χέρια μου και πως ειδήσεις και απόψεις θα τύλιγαν εμπορεύματα και παπούτσια. Συνταρακτικές ειδήσεις. Πολιτικές αναλύσεις. Ερωτικά δράματα. Καλλιτεχνικά νέα. Φωτογραφίες ωραίων γυναικών. Αθλητικές επιδόσεις. Γεννήσεις αστεριών. Θάνατοι διασημοτήτων.
Εφήμερα κείμενα.
Τα διάβαζα.
Παρηγοριά μου σ’εκείνη την υποχρεωτική θητεία των θερινών διακοπών μου που υπηρετούσα στο μαγαζί του πατέρα μου. Αλλά τη μεγαλύτερη συγκίνηση μού τη χάριζε ένα καθημερινό επεισόδιο που λάβαινε χώρα στο πεζοδρόμιο μπροστά στα έκθαμβα μάτια μου, σχεδόν πάντα την ίδια ώρα.
Ο Αριστείδης στεκόταν στο πεζούλι του καφενείου, ξεκούμπωνε ένα-δυο κουμπιά από το πουκάμισό του, έριχνε ένα γρήγορο βλέμμα στα πέριξ, βεβαιωνόταν για κάτι κι ύστερα απηύθυνε προς τον εφημεριδοπώλη Ανδρέα, που τον πλησίαζε με τα αργά βήματά του, κουρασμένος από το βάρος της επικαιρότητας που κουβαλούσε, την συνθηματική τους κουβέντα: « Ανδρέα, ήρθε το φύλλο; » χωρίς ποτέ να το κατονομάσει. Τότε, έριχναν κι οι δυο τους, ένα αθώο βλέμμα σε μένα, απρόσκλητο αλλά και ακίνδυνο θεατή του συνωμοτικού τους δρώμενου. Ο Ανδρέας με μεγάλη μαεστρία και φυσικότητα που είχε αποκτήσει από την καθημερινή επανάληψη του ρόλου του, τραβούσε μια εφημερίδα από τη θήκη του και ταυτόχρονα, αμέσως, με το ένα του χέρι, ωσάν ταχυδακτυλουργός, τη δίπλωνε στα τέσσερα, με τον τίτλο της στην εσωτερική πλευρά και την έδινε πάραυτα στον Αριστείδη, εκείνος την έσπρωχνε μέσα στο πουκάμισό του κι αμέσως κούμπωνε τα κουμπιά του, προσποιούμενος πως τότε τάχα είχε ανακαλύψει αυτήν την ατημελησία της περιβολής του και ενεχείριζε το αντίτιμο του φύλλου στον Ανδρέα. Κι όλα αυτά σ’ένα χρόνο ελάχιστο. Μυστηριώδης ιεροτελεστία που η αιτία της πραγμάτωσής της με ερέθιζε να ανακαλύψω τον τίτλο της εφημερίδας, επειδή νόμιζα πως εκείνος θα διέλυε το μυστήριο της συνωμοσίας των δύο ανδρών.
Η ανακάλυψη επιτεύχθηκε από λάθος του Ανδρέα, ο οποίος είχε τοποθετήσει διαφορετικά απ’ό,τι θα έπρεπε την εφημερίδα στη θήκη του και καθώς, τραβώντας την, τη δίπλωνε χωρίς να τη βλέπει. «Η Αυγή». Ναι, αλλά γιατί; Αν και μου αποκαλύφθηκε ο τίτλος, τότε δεν κατάλαβα. Μου έλειπαν συμπληρωματικά στοιχεία.
Μυστήριο που λύθηκε αργότερα.
Παιδί δεν καταλάβαινα πως η συνωμοτική συναλλαγή των δύο ανδρών έκρυβε όλη την Ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Δεν ήταν λοιπόν η ανορθογραφία του Μπωστ, ώπος αρχηκά, γηα κάπια στυγμί, ήχα νωμύση.

Αθήνα, Ιούλιος 1996
Δημοσιεύτηκε στη συλλογική έκδοση Συνάντηση
του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης, Κοζάνη 1997
Δημοσιεύτηκε επίσης στην Κυριακάτικη Αυγή
το Μεγάλο Σάββατο 22 Απριλίου 2006
Ce contenu a été publié dans Λογοτεχνία, avec comme mot(s)-clé(s) , . Vous pouvez le mettre en favoris avec ce permalien.