Θάνατος

Ο συγγραφέας Γιώργος Αλεξανδρινός, Παρίσι, Μάρτιος 2010

Θάνατος

Διήγημα του Γιώργου Αλεξανδρινού
από τη συλλογή  Ερωτική Επιστολή και άλλα διηγήματα


Ο Μπεργκ, σ’ένα γράμμα του προς τη μνηστή του,

μιλάει με ενθουσιασμό για τη γεμάτη από τη συνείδηση
του θανάτου μουσική της ένατης συμφωνίας,
φανερώνοντας με πόση ευαισθησία την είχε συλλάβει.
(Φίλιπ Μπάρφοντ, Οι συμφωνίες και τα τραγούδια του Μάλερ
Μετάφραση : Γιώργος Λεωτσάκος. Μουσικοί Οδηγοί της Λέσχης)
(Philip Barford, Mahler Symphonies and songs)

Την πρώτη φορά ήταν η θεία μου. Η μεγάλη αδερφή του πατέρα μου. Είχε χηρέψει νέα. Τα δυο παιδιά της είχαν πεθάνει μωρά. Ενός και ενάμισι έτους. Κι έτσι εκείνη ζούσε μαζί μας. Εμείς τη φωνάζαμε « γιαγιά ». Κι η μάνα μου την είχε παραπεθερά. Συχνά ένιωθα πως τη θεωρούσαν περιττή. Σαν ένα βάρος, ένα φορτίο. Εκείνη φρόντιζε να δείχνει πως είναι χρήσιμη, να βοηθάει στις δουλειές και κυρίως να κάνει τα ψώνια. Ήξερε να παζαρεύει. Τον άντρα της δεν τον γνώρισα. Ούτε τα παιδιά της. Είχαν πεθάνει όλοι τους πριν γεννηθώ. Σαν ήμουνα μικρός, εκείνη μούλεγε ένα παραμύθι για να κοιμηθώ. Πάντα το ίδιο. Το είχα βαρεθεί. Θυμάμαι μονάχα αποσπάσματα. Ήταν πολύ απλοϊκό. Το καλοκαίρι, τα βράδυα, έτυχε να κάθομαι μαζί της, στο σκοτάδι, μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Μούλεγε τα παράπονά της και πόσο την είχε πικράνει η ζωή. Μου μιλούσε για τον άντρα της, τα κάποια μεγαλεία της, για το νοικοκυριό της και για τα παιδιά της που φύγανε μικρά. Κι είχε ένα παράπονο, ένα παράπονο… Τι τάλεγε σε μένα; Μικρό παιδί. Δεν καταλάβαινα τον καημό της σ’όλη του την έκταση. Ίσως δεν θάχε σε ποιον να μιλήσει. Όταν πέθανε ήμουνα δωδεκάχρονο παιδί. Αρρώστησε και δεν γιατρεύτηκε. Έπεσε σε κώμα. Δεν μ’άφηναν να μπω στο δωμάτιό της. Προσπαθούσα να κοιτάζω, όταν άνοιγαν την πόρτα ή όταν την ξεχνούσαν ανοιχτή. Καθώς ήταν σκεπασμένη, έβλεπα μόνον το πρόσωπό της. Είχε κιτρινίσει. Νομίζω, τα μάτια της ήταν κλειστά. Θυμάμαι τα ισχνά μάγουλά της να ανεβοκατεβαίνουν. Ανάπνεε. Κάποιος είχε πει πως « τάχασε ». Και κάποιος άλλος πρόσθεσε πως δεν έχει σημασία η ηλικία και πως « τα χάνουν » και οι νέοι. Κι εγώ φοβήθηκα μήπως κάποτε « τα χάσω ». Την ημέρα της κηδείας της με βγάλαν απ’το σπίτι. Μόλις πρόλαβα και είδα το κεφάλι της μέσα στο φέρετρο, κρυμένος πίσω απ’ένα φράχτη.

*

Τη δεύτερη φορά, παίζαμε μπάλα μ’ένα λαστιχένιο τόπι, σ’ένα άχτιστο οικόπεδο, που σε λίγο θα γέμιζε τσιμέντο. Ένας συμμαθητής μου, που έπαιζε στη θέση του τερματοφύλακα στην αντίπαλη ομάδα, όρμησε κι άρπαξε το δεξί πόδι μου στον αστράγαλο κι’άρχισε να το σφίγγει. Δυσκολεύτηκα πολύ για να το ελευθερώσω. Εκείνος έμεινε εκεί καταγής. Ήρθαν οι μεγάλοι και τον πήγαν σπίτι του. Πέθανε λίγες μέρες αργότερα. Κάποια σχόλια θέλαν τους γονείς του να ταξιδεύουν συχνά και να αδιαφορούν για τη διατροφή των παιδιών τους, εκείνου και του μικρότερου αδερφού του. Είπαν πως πέθανε από γαστρορραγία. Τα Χριστούγγενα, σ’ένα από εκείνα τα γελοία επαρχιώτικα πάρτυ του καιρού εκείνου, στο σπίτι ενός άλλου συμμαθητού μας, είδα από το παράθυρο, την πομπή που πήγαινε στο νεκροταφείο για το μνημόσυνο κι ενώ ακούγαμε το A casa d’Irene γέμισα θλίψη.

*

Ο πατέρας μας δούλεψε αδιαμαρτύρητα μιαν ολόκληρη ζωή για να μας μεγαλώσει και να μας σπουδάσει. Ιδιαίτερα το δεύτερο. Κι όπως δεν είχε συνηθίσει να συχνάζει στο καφενείο, σαν βγήκε στη σύνταξη για ν’αποφεύγει την ανία της αναμονής του θανάτου, πήγαινε στο κτήμα ενός ξαδέρφου μου για να απασχολείται. Σκόνταψε πάνω σ’ένα τεντωμένο σύρμα που ήταν κρυμμένο στα χορτάρια, έπεσε κι έσπασε την αριστερή ωμοπλάτη του. Κι όπως τα κόκαλα των ηλικιωμένων αργούν να θρέψουν και να δέσουν κι έμενε κατάκοιτος, έπαθε ημιπληγία. Όλο το αριστερό μέρος του κορμιού του παράλυσε. Σ’αυτά προστέθηκε και ο προστάτης. Κι η μάνα μου να τον φροντίζει και να υποφέρει. Ο πατέρας μου έλυωνε. Είχε καταντήσει ένα λείψανο. Πήγα και τον είδα μια φορά. Καθώς τότε ζούσα στη Θεσσαλονίκη για τις σπουδές μου, απέφευγα να πηγαίνω να τον βλέπω, επειδή δεν ήθελα να δεχθώ πως ένας άντρας σαν εκείνον μπορεί να καταντήσει έτσι, να αρρωστήσει και να πεθάνει. Ήμουνα νέος και ήθελα να ζήσω. Ενάμισι χρόνο κράτησε εκείνη η άνιση πάλη. Πέθανε με τον καημό που δεν είχα αποκατασταθεί, ανησυχούσε για το μέλλον μου. Αν ζούσε θα ανησυχούσε ακόμα και σήμερα… Στην κηδεία του, πρώτη φορά, πρόσεξα τον φόβο που προκαλεί ο θάνατος στους ανθρώπους. Οι άντρες, για να ξορκίσουν το κακό, διηγούνταν περιστατικά από τη ζωή τους που τους ένωναν μαζί του. Οι γυναίκες μοιρολογούσαν αναφερόμενες σε δικούς τους νεκρούς.

*

Η μάνα μου άντεξε στο χρόνο. Πολλοί θαύμαζαν την ηλικία της και τη διαύγειά της. Έπαθε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο κι έφυγε λίγον καιρό αργότερα. Δεν ταλαιπωρήθηκε. Πέθανε αθόρυβα και ήσυχα, όπως είχε ζήσει. Βρέθηκα στην κηδεία της. Νοέμβρης μήνας ήτανε. Έβρεχε ασταμάτητα. Λίγες μέρες αργότερα εμφανιζόμουν στην ελληνική τηλεόραση για το πρώτο μου μυθιστόρημα. Εκπομπή μαγνητοσκοπημένη και προγραμματισμένη από τα πριν. « Δεν πρόλαβε να σε χαρεί », είπε μια θεια μου. Η μάνα μου περνούσε τα απογεύματά της μόνη, μπροστά στην τηλεόραση.

*

Οι σχέσεις μου με τον θάνατο σταματάνε εδώ. Αυτοί είναι όλοι οι θάνατοι κοντινών μου προσώπων που με άγγιξαν. Βέβαια πεθάναν κι άλλοι συγγενείς μου, αλλά εγώ δεν βρέθηκα στην κηδεία κανενός. Έλειπα. Όταν πληροφορούμαι θανάτους καλλιτεχνών που αγαπώ κι εκτιμώ το έργο τους, στεναχωριέμαι και βιάζομαι να διαβάσω τα άρθρα που ακολουθούν. Δεν έτυχε να δω κάποιον να πεθαίνει. Να ξενυχτίσω στο προσκεφάλι κάποιου. Δεν άκουσα τον επιθανάτιο ρόγχο κανενός.

*

Γνώρισα μια γυναίκα η οποία πριν με συναντήσει εργάστηκε, περιστασιακά, σ’ένα  κτηνιατρείο. Ο κτηνίατρος νέος, άπειρος και ιδεαλιστής, στην αρχή της σταδιοδρομίας του, αρνιόταν να θανατώνει τα ζώα που οι άνθρωποι εύκολα καταδίκαζαν σε ευθανασία. Προσπαθούσε να τους μεταπείσει. Όταν εκείνοι δεν μεταπείθονταν κρατούσε αυτός τα ζώα που οι άστοργοι ζωόφιλοι ήθελαν να ξεπαστρέψουν ασυνείδητα και με το παραμικρό. Κι έτσι βρέθηκαν εκείνος και η βοηθός του, η οποία θα συναντούσε εμένα αργότερα, κύριοι πέντε γάτων και δύο σκυλιών. Εκείνη σταμάτησε να εργάζεται και πήρε μαζί της τα ζώα. Όταν τη γνώρισα είχε αφιερώσει τη ζωή της στη φροντίδα « των μικρών της », όπως τα αποκαλούσε. Μου είχε δηλώσει πως η ζωή της ήταν δεμένη μ’αυτά τα ζωάκια, που για τίποτε στον κόσμο δεν θα εγκατέλειπε. Ούτε για μένα. Αν ήθελα να ζήσω μαζί της, όφειλα να ζήσω και μαζί τους. Δυσκολεύομουν. Νόμιζα πως τα ζώα είναι περιττά αξεσουάρ αργόσχολων κοσμικών κυριών κι επίδειξη κάποιας κοινωνικής θέσης. Εκείνη αφιερωμένη με θρησκευτικό πάθος στη φροντίδα τους μου διηγιόταν το ιστορικό του καθενός και με τον τρόπο που μπήκε στη ζωή της. Όλα τους ταπεινής καταγωγής είχαν οδηγηθεί στον κτηνίατρο είτε για ευθανασία είτε επειδή οι κύριοί τους τα είχαν βαρεθεί. Η πιο συγκινητική ιστορία είναι εκείνη του Λούκι. Ενάμισι έτους ζωηρό παιχνιδιάρικο γατάκι έτρεχε αμέριμνα στην εξοχή της γαλλικής επαρχίας. Μια μέρα, επέστρεψε σπίτι με πληγωμένο ολόκληρο το δεξί πισινό πόδι του. Προφανώς κάποιο αυτοκίνητο το είχε χτυπήσει. Ο οδηγός του, βέβαια, δεν σταμάτησε, διότι προφανώς βιαζόταν να προλάβει το ραντεβού του, επιπλέον επρόκειτο για ένα γατάκι… Οι ιδιοκτήτες του Λούκι, από τους οποίους περίμενε κάποια βοήθεια, τον πήραν και τον παρέδωσαν στον κτηνίατρο με την εντολή να τον θανατώσει δια της ευθανασίας. Εκείνος τους είπε πως θάταν κρίμα και πως με κάποια φροντίδα, νεαρό γατάκι καθώς ήταν, θα μπορούσε να γιατρευτεί και να επιζήσει. Αρνήθηκαν. Η παρουσία του Λούκι τους ήταν βέβαια ευχάριστη, αλλά όχι τώρα να ασχολούνται και μαζί του… Ο κτηνίατρος φρόντισε τον Λούκι, του άλλαζε καθημερινά τον επίδεσμο και με τη βοήθεια αντιβιωτικών κατάφερε να τον σώσει. Ο Λούκι ζούσε μόνος κι ανενόχλητος σ’ένα μεγάλο δωμάτιο στον πρώτο όροφο, πάνω από το κτηνιατρείο. Είχε επιζήσει, αλλά η πληγή δεν έλεγε να κλείσει. Έπρεπε να του αλλάζουν τον επίδεσμο μια ή δυο φορές την εβδομάδα. Η μεγάλη χρήση αντιβιωτικών τού προκάλεσε μια νεφρική ανεπάρκεια την οποία ξεπέρασε, παλλικαρίσια, με επιτυχία. Ύστερα από λίγα χρόνια, από την ίδια αιτία, τα πολλά φάρμακα, έπαθε ζαχαροδιαβήτη. Έπρεπε να του κάνουν δύο ενέσεις ινσουλίνης, καθημερινά. Πρωί και βράδυ. Διαβητικό γατάκι… Όταν τον γνώρισα αντιμετώπιζε τη ζωή με μια, σταθερά εδραιωμένη, στωικότητα. Άσπρο το τρίχωμά του, με κάποιες μαύρες βούλες, καθώς ήταν, δύσκολα διέκρινε κανείς τον λευκό επίδεσμο, που εκείνη συνέχιζε να αλλάζει κάθε τόσο με αφοσίωση. Ο ίδιος ο Λούκι δεν έδειχνε να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην πληγή του, την είχε συνηθίσει και αφηνόταν αδιαμαρτύρητα, κάθε φορά, στα στοργικά χέρια της μαιτρέσας του. Όπως αδιαμαρτύρητα στεκόταν να του καρφώνει το κορμί, με τη βελόνα της σύριγγας, δυο φορές την ημέρα. Δυο μαύρες βούλες που είχε πάνω από τα μάτια του, οι οποίες άφηναν ένα λευκό τρίγωνο πάνω από τη μύτη του, τούδιναν μιαν αρχοντιά κι ένα πείσμα. Εκείνο το πείσμα της επιβίωσης. Τα μάτια του, εξαιτίας του ζαχαροδιαβήτη, είχαν πανιάσει. Ήταν θαμπά. Αυτό του έδινε μια ιδιαίτερη γοητεία και τον έκανε, άθελά του, κάπως σνομπ. Δεν αποζητούσε πολλά χάδια κι ούτε ανέβαινε να κουρνιάσει στα γόνατα κανενός. Του έφταναν κάποια χάδια στο πλάι του λαιμού, κι όταν εκείνος έκρινε πως ήταν αρκετά από ετούτη την πλευρά, τραβούσε το κεφάλι του και πρότεινε, στο χέρι που τον χάιδευε, την άλλη πλευρά του λαιμού του. Κι ύστερα από λίγο απομακρυνόταν, σαν νάθελε να κάνει οικονομία στη στοργή που του προσφερόταν. Να κρατήσει λίγη για αύριο. Στο μικρό παριζιάνικο στούντιο του έβδομου ορόφου όπου έφτασε αδυνατισμένος, ύστερα από δύο σημαντικές κρίσεις υπογλυκαιμίας, δήλωνε με τις κινήσεις του, πως ετούτος ο χειμώνας θα ήταν τουλάχιστον δύσκολος, αν δεν ήταν κρίσιμος. Στις δώδεκα το μεσημέρι, όταν πήγα να τον συναντήσω, είχε ήδη πέσει σε κώμα. Βρισκόταν στο κρεβάτι. Τα μάτια του ορθάνοιχτα. Το βλέμμα του καρφωμένο στο ίδιο σημείο. Η κοιλιά του ανεβοκατέβαινε. Ανάπνεε. Κάποιες σπασμωδικές μικρές κινήσεις των ποδιών του και κάποιες σύντομες κραυγές, κομμάτια ενός τεμαχισμένου επιθανάτιου ρόγχου, ήταν τα σημάδια πως τον είχε κυριέψει ο θάνατος. Από το στόμα του έβγαινε σάλιο. Εκείνη έλεγε πως ήταν η γλυκόζη που του είχε δώσει για να τον συνεφέρει. Καθώς τον κοίταζα, ένιωθα πως χαμογελούσε γαλήνιος. Κι ύστερα επηρεασμένος από θεωρίες που θέλουν τους αθώους που πεθαίνουν να μεταβάλονται σε αγγέλους στον ουρανό, τον είδα με δυο φτερά, να πετάει και σκέφτηκα πως γινόταν ένας άγγελος-γάτος-πήγασσος. Τώρα όταν τον σκέφτομαι τον βλέπω έτσι άγγελο-γάτο-πήγασσο να διασχίζει τους ουρανούς. Η πάλη κράτησε μέχρι τις τέσσερις το πρωί. Αφού άφηνε, κάθε τόσο, τις μικρές κραυγές του και κουνούσε αδύναμα και νευρικά τα πόδια του, στο τέλος, τανύθηκε όπως όταν ξυπνούσε. Μόνον που ετούτη τη φορά ήταν για να πεθάνει. Πέθανε στις 13 Οκτωβρίου 1999, δεκατρισίμισι χρονών.Έζησε δηλαδή δώδεκα χρόνια παραπάνω απ’ ό,τι είχαν αποφασίσει οι επαρχιώτες κύριοί του.

*

Εκείνη για καιρό δεν άνοιγε το ραδιόφωνο, μονάχα πότε-πότε έβαζε κι άκουγε, από τον δίσκο, το τέταρτο και τελευταίο μέρος της ένατης συμφωνίας του Μάλερ. Adagio. Sehr langsam und noch zurückhaltend.

*

Αλλά το σημαντικότερο απ’όλα είναι το μάθημα που δίδαξε σ’εμένα ο Λούκι με τον θάνατό του. Καθώς τον έβλεπα να πεθαίνει, μ’εκείνη τη γαλήνια έκφραση στο πρόσωπό του, ένιωθα, όλο και περισσότερο, πως ο θάνατος δεν είναι και σπουδαίο πράγμα. Ένα αστείο είναι, ίσως λιγώτερο κακόγουστο από τη ζωή. Τουλάχιστον τη δική μου και του Λούκι.

*

 

Όπως και νάχει, έκτοτε φοβάμαι λιγώτερο το θάνατο. Κι ελπίζω, χάρη στον Λούκι, να τα καταφέρω να πεθάνω εντελώς άφοβα.

*

Όταν ξανακοίταξα ετούτο το κείμενο είχε ήδη φύγει και η Ζωΐτσα. Λίγο καιρό μετά τον θάνατο του Λούκι, η μικρή κατάμαυρη σκυλίτσα, που έφερε το όνομα της μητέρας του Ελληνορουμάνου συγγραφέα Παναΐ Ιστράτι, άρχισε να βήχει ασταμάτητα και να λαχανιάζει αναίτια. Η διάγνωση αποκάλυψε πως είχε καταστραφεί η καρδιά της. Ο ειδικός καρδιολόγος κτηνίατρος έδωσε ένα αισιόδοξο προγνωστικό που ξεκινούσε από έξι και έφτανε σε δέκα οκτώ μήνες ζωής. Η Ζωΐτσα τον διέψευσε τραγικά, έφυγε σε τρεις μήνες, από καρδιακή ανεπάρκεια. Δέκα χρονών. Στις 29 Μαρτίου 2000.

*

Εκείνη έβαλε το μικρό ξύλινο κουτί με τις στάχτες της δίπλα σ’εκείνα του Λούκι και της Αναϊτάς, της πρώτης σκυλίτσας της, η οποία την είχε  συντροφέψει ήδη στα δύσκολα εφηβικά χρόνια της.

  Παρίσι, 17-18-19 Νοεμβρίου 1999 και 12 Μαΐου 2000

© Γιώργος Αλεξανδρινός


Ce contenu a été publié dans Λογοτεχνία, avec comme mot(s)-clé(s) . Vous pouvez le mettre en favoris avec ce permalien.