Ξενοδοχείον « ΑΙΓΛΗ »
Διήγημα του Γιώργου Αλεξανδρινού
από τη συλλογή Νυχτώνει στα Γρεβενά
« Αίγλη » σημαίνει λάμψη και δόξα.
Ένιωσα μια μικρή περηφάνεια που, παιδί, ήξερα τη σημασία αυτής της λέξης. Κάποιος, μεγαλύτερός μου, ρωτήθηκε και δεν ήξερε να απαντήσει. Κι εκείνος, ο μεγάλος, που ρωτούσε, στράφηκε σε μένα, σίγουρος πως κι εγώ δεν θα ικανοποιούσα την προσποιητή περιέργειά του. Ξαφνιάστηκε όμως. Ένιωσα μια μικρή περηφάνεια και ταυτόχρονα έβλεπα μια ζήλεια και μιαν έχθρα στο βλέμμα εκείνου που πρώτος ρωτήθηκε και δεν κατάφερε να απαντήσει κι αισθάνθηκε πως ηττήθηκε από έναν μικρότερό του.
Κι ο πατέρας μου κάτι τέτοιες στιγμές, όταν παρόμοια γεγονότα συνέβαιναν παρουσία του, όπως ετούτο, ήταν ιδιαίτερα περήφανος για μένα, διότι πίστευε πως χάρη στις γνώσεις μου και στα γράμματα θα πρόκοβα και θα ξέφευγα από τη μιζέρια που εκείνος γνώρισε. Κούνια που τον κούναγε. Αυτά τα γράμματα με πήραν στο λαιμό τους και τυραννιέμαι χρόνια τώρα…
Ο λόγος ήταν για το ξενοδοχείο « Αίγλη » της κεντρικής πλατείας των Γρεβενών. Εξαιτίας της θέσης του και του ονόματός του αποτελούσε για μένα ένα ξεχωριστό σημείο της γενέθλιας πόλης. Παιδί απέφευγα να περνάω από την πλατεία κι από μπροστά του. Ένα είδος ντροπής και ταπεινοφροσύνης με συγκρατούσε κι εμπόδιζε τα βήματά μου να με οδηγήσουν προς τα εκεί.
Όταν τα κλιμάκια του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος έρχονταν στην πόλη μας, στο ξενοδοχείο « Αίγλη » έμεναν οι πρωταγωνιστές. Θυμάμαι ηθοποιούς του που κάθονταν, στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην είσοδό του, σ’ εκείνες τις πάνινες λευκές θερινές καρέκλες.
Εκεί έμενε κι ο Γιώργος Φούντας, όταν είχε έρθει να γυρίσει, στη γέφυρα του Σπανού, κάποιες σκηνές για την ταινία «Πολιορκία». Ένα βράδι είχα τολμήσει και πήγα να τον δω από κοντά. Καθόταν, απέναντι, μπροστά στο καφενείο του Κοντογιάννη, που τώρα πια κατεδαφίστηκε. Είχε κι εκείνος μιαν αίγλη, μια λάμψη κι ήταν η δόξα του πρωταγωνιστή και της διασημότητας που τον έκανε να λάμπει. Χρόνια πολλά αργότερα τον ξανείδα στη Θεσσαλονίκη, στο φουαγιέ του θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, στο φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου. Δεν είχε πια τη λάμψη του… Είχα μάθει πως αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα ―τα έγραφαν και οι εφημερίδες ήταν κοινό μυστικό― και είχε και κάποια παράπονα από τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία ήταν τότε υπουργός κι είχε ξεχάσει ―ή ίσως θυμόταν― πως εκείνος την είχε… μαχαιρώσει κι αδιαφορούσε για την κατάστασή του.
*
Κι άλλη μια δόξα του ελληνικού κινηματογράφου, φιλοξενήθηκε στο ίδιο ξενοδοχείο. Ο Κώστας Κακαβάς. Σήμερα που τα ξαναθυμάμαι και τα γράφω φαντάζουν στο μυαλό μου, όλα τούτα, σαν πράγματα του μύθου, αλλά είναι αλήθειες. Ο χρόνος, η ανάμνηση και η αφήγηση τα τυλίγουν με το μαγικό πέπλο της μυθολογίας
Όταν ήρθε στην πόλη μας ο Κώστας Κακαβάς, ήταν εθνική γιορτή. Στρατός και σχολεία έκαναν παρέλαση. Η παρέλαση περνούσε από την πλατεία και μπροστά από το ξενοδοχείο « Αίγλη » και μόλις το προσπερνούσε, χαλάρωνε το βήμα και ο ρυθμός. Από εκείνο το σημείο και μετά δεν υπήρχε πια κοινό, ούτε επίσημοι, για να δικαιολογείται η διατήρηση της περηφάνειας του βηματισμού και της κορμοστασιάς.
Εκείνη την ημέρα συνέβη ένα γεγονός με διαστάσεις σκανδάλου για τη μικρή μας πόλη κι εντυπώθηκε στην παιδική μου μνήμη. Κάποιες κοπέλες, μαθήτριες της τελευταίας τάξης του εξαταξίου, τότε, Γυμνασίου, τόλμησαν και πήγαν στο ξενοδοχείο « Αίγλη » για να θαυμάσουν από κοντά τα νιάτα και την ομορφιά του έλληνα ζεν-πρεμιέ. Μια άλλη εκδοχή του γεγονότος, που άκουσα πρόσφατα, παρουσιάζει ολόκληρη την τάξη, να κατευθύνεται στο ξενοδοχείο καθώς προχωρούσε σε τριάδες. Όπως και νάχει, τα σχόλια άρχισαν να διαδίδονται πως ο νέος πρωταγωνιστής… τις φίλησε. Που σημαίνει πως εκείνες του προσφέρθηκαν. Του το ζήτησαν. Τότε είχα μάθει ποιες ήταν. Ήξερα τα ονόματά τους και τα πρόσωπά τους. Σήμερα τα έχω ξεχάσει. Ο χρόνος εξαφανίζει μορφές κι ονόματα στη μνήμη μας. Θυμάμαι μόνον πως ήταν οι ωραιότερες, γι’ αυτό ίσως και οι τολμηρότερες.
Κι έλεγαν οι μεγαλύτερες, εκείνες που δε θα τολμούσαν, εκείνες που δεν τόλμησαν:
― Τς φίλτσι ου Κακαβάς…
― Ντέμα που τς φίλτσι ου Κακαβάς. Τι είν’ αυτά που λες, απαντούσαν οι άλλες που θα ήθελαν να τολμήσουν και οι ίδιες. Σα να ενέκριναν, κατά κάποιο τρόπο.
Ήμουν μικρό παιδί τότε. Από εκείνο το περιστατικό η μνήμη μου έχει κρατήσει μιαν εικόνα από το ξενοδοχείο « Αίγλη » με πολύ κόσμο μπροστά του. Ήταν όλος εκείνος ο κόσμος που παρακολουθούσε την παρέλαση. Ο ουρανός ήταν γκρίζος κι η μνήμη μου κράτησε την εικόνα σα να ήτανε σκηνή από ασπρόμαυρη ελληνική ταινία, εξαιτίας βέβαια του έλληνα πρωταγωνιστή.
Αρκετά χρόνια μετά από αυτό το περιστατικό, σαν τόφερνε η κουβέντα, για κάποια που συμμετείχε, βρισκόταν πάντα κάποιος να θυμίσει πως ήταν κι εκείνη από τις φιλημένες του Κακαβά.
*
Από το μεσαίο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου του ξενοδοχείου « Αίγλη », στις 15 Οκτωβρίου του 1963, σε προεκλογική ομιλία του ο Γεώργιος Παπανδρέου υποσχέθηκε στους Γρεβενιώτες την ίδρυση του Νομού των Γρεβενών, όπως διάβασα σ’ ένα άρθρο του γρεβενιώτη δικηγόρου Γιώργου Παπαϊωάννου, ο οποίος ήταν ένας από τους πρωτεργάτες αυτού του αγώνα. Ο Γεώργιος Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές και κράτησε τη γρεβενιώτηκη υπόσχεσή του. Με νομοθετικό διάταγμα της 30ης Οκτωβρίου του 1964, ιδρύθηκε ο Νομός Γρεβενών που τόσο επιθυμούσαν οι Γρεβενιώτες και τόσο αγωνίστηκαν για να πετύχουν και να ξεφύγουν από την εξάρτηση και την υποτέλεια της γείτονος Κοζάνης.
*
Στα χρόνια της δικτατορίας η πόλη μας επιλέχθηκε ως τόπος εκτοπίσεως κι έτσι βρέθηκε να μένει στο ξενοδοχείο « Αίγλη » ένας πελοποννήσιος πρώην βουλευτής της Ενώσεως Κέντρου, ο οποίος όφειλε να δίνει καθημερινά το παρόν στο αστυνομικό τμήμα. Τον θυμάμαι πάντα καλοντυμένο, αξιοπρεπή μ’ ένα ευγενικό πρόσωπο που έφερε μια ουλή στο ένα μάγουλο. Έκρυβε την πίκρα του κι έμοιαζε να αισθάνεται ταπεινά περήφανος για την τιμωρία που του είχαν επιβάλει. Κάποιοι συμπατριώτες μας προσπαθούσαν και επιδιώκαν να συνομιλήσουν μαζί του κι εκείνος τους έδινε να καταλάβουν πως τον ενδιέφερε και τον ίδιο η επαφή μαζί τους, αλλά θα έπρεπε να γίνεται διακριτικά και προσεκτικά, για το δικό τους καλό. Δεν ξέρω ποια ήτανε η σχέση του με την ποίηση, αλλά εγώ τον έβλεπα κάπως σαν τον Γιάννη Ρίτσο, που τότε βρισκόταν κι εκείνος με την ίδια ιδιότητα σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Η παρουσία εκείνου του εκτοπισμένου στην πόλη μας οδηγούσε τη σκέψη μου σε κάποιες πολιτικές ερωτήσεις που δεν τολμούσα να διατυπώσω και να αρθρώσω. Η φυσιογνωμία του και η συμπεριφορά του με είχαν κερδίσει και τον έβλεπα με συμπάθεια. Μια συμπάθεια που είχαν για κείνον πολλοί συμπατριώτες μας και του την έδειχναν με το βλέμμα τους. Κι εκείνος τους την επέστρεφε. Κι εκείνος με το βλέμμα. Τότε, πολλά, όλα, τα σπουδαιότερα, λέγονταν με τα βλέμματα.
Στα Γρεβενά βρέθηκε επίσης εκτοπισμένος, για ένα μικρό διάστημα, και φιλοξενούμενος στο ξενοδοχείο « Αίγλη », και ο αεροπόρος που μετέφερε, από την Αθήνα στη Λάρισα τον τέως βασιλέα Κωνσταντίνο, μετά από το αποτυχημένο πραξικόπημά του.
Μια μέρα, στο ζαχαοπλαστείο « Ο Πυρσός », ένας μεγαλύτερός μας, που η Δημόσια Επιχείρηση, στη οποία εργαζόταν δεν του ανανέωσε το συμβόλαιο επειδή ο πατέρας του είχε ζήσει στη Σοβιετική Ένωση, προσπαθώντας να πιάσει κουβέντα και να επικοινωνήσει με τον εκτοπισμένο αεροπόρο τον ρώτησε αρκετά αδέξια :
― Καλά… εσείς… τώρα… εδώ πέρα… εξόριστος είστε;
Ο αεροπόρος, για να δηλώσει πως δεν επιθυμούσε επικοινωνία με τους ντόποιους διότι απογορευόταν, απάντησε χυδαία και αλαζονικά :
― Εγώ βρίσκομαι εδώ εξόριστος για κάποιο διάστημα, αλλά εσείς είστε εξόριστοι μια ζωή σ’ αυτόν τον τόπο.
*
Ο Χριστός, μετά το Έμπολι, σταμάτησε και στα Γρεβενά.
*
Δεν ήταν βέβαια μονάχα αυτοί οι πελάτες του ξενοδοχείου. Ερχόταν και διάφοροι για τις δουλειές τους παραγγελειοδόχοι, εμπορικοί αντιπρόσωποι, κι άλλοι, κι άλλοι. Ανώνυμοι κοινοί θνητοί, ερωτευμένοι, ζευγάρια νόμιμα ή και παράνομα, μοιχοί που κρύβουν το έρωτά τους στα ξενοδοχεία πέρασαν διακριτικά κι από το Ξενοδοχείο « Αίγλη ».
*
Αν μπορούσαν να μιλήσουν τα πράγματα !
Αν μπορούσαν να μιλήσουν τα ξενοδοχεία, τα δωμάτιά τους, τα κρεβάτια τους !
Τα σεντόνια ! Αν μπορούσαν να μιλήσουν τα σεντόνια των ξενοδοχείων ! Πόσα κορμιά αγκαλιάζουν !
Μόνα ή ζευγαρωμένα.
Τι καημούς και τι χαρές γνωρίζουν !
Πόσα μυστικά μαθαίνουν !
Οι καμαριέρες τα μαζεύουν, τα στριμώχνουν μέσα στα δοχεία, τα πλένουν τα σιδερώνουν, τα στρώνουν ξανά.
Κι εκείνα, λευκού χρώματος, σχεδόν όλα, για να λάμπει η καθαριότητά τους, βρίσκουν ξανά τη λαμπράδα τους και εμφανίζουν την αδιακρισία τους ως λευκή αγνότητα.