Κ. Π. Καβάφης
Ἀπολείπειν ὁ θεός Αντώνιον
Σὰν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεῖ
ἀόρατος θίασος νὰ περνᾶ
μὲ μουσικές ἐξαίσιες, μὲ φωνὲς—
τὴν τύχη σου ποὺ ἐνδίδει πιὰ, τὰ ἔργα σου
ποὺ ἀπέτυχαν, τὰ σχέδια τῆς ζωῆς σου
ποὺ βγῆκαν ὃλα πλάνες, μὴ ἀνωφέλετα θρηνήσεις.
Σὰν ἓτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα την, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποὺ φεύγει.
Πρὸ πάντων νὰ μὴ γελασθεῖς, μὴν πεῖς πὼς ἦταν
ἓνα ὂνειρο, πὼς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου·
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μὴν καταδεχθεῖς.
Σὰν ἓτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος,
σὰν ποὺ ταιριάζει σε ποὺ ἀξιώθηκες μιὰ τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερὰ πρὸς τὸ παράθυρο,
κι ἂκουσε μὲ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὂχι
μὲ τῶν δειλῶν τὰ παρακάλια καὶ παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τοὺς ἤχους,
τὰ ἐξαίσια ὂργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποὺ χάνεις.
1911