Προσκοπική αυθεντική ιστορία
Διήγημα του Γιώργου Αλεξανδρινού
από τη συλλογή Νυχτώνει στα Γρεβενά
Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ είναι αληθινή. Συνέβη σε μένα τον ίδιο. Στα χρόνια του πενήντα. Ήμουν παιδάκι και για να την έχει κρατήσει η μνήμη μου στα κιτάπια της σημαίνει πως με σημάδεψε. Η πατρίδα Ελλάδα έβγαινε από τον τραγικό εμφύλιο πόλεμό της. Τα χρόνια ήταν δύσκολα, όπως θα μάθαινα αργότερα. Η εθνική προπαγάνδα στο φόρτε της. Ο εκ βορρά κίνδυνος απειλούσε την παραμεθόριο περιοχή μας. Το εθνικό φρόνημα έπρεπε να τροφοδοτείται αδιάκοπα. Το πρόσφατο παρελθόν που, ως παιδί, αγνοούσα και οι ακόμα νωπές πληγές του, καθόριζαν την κοινωνική συμπεριφορά των μεγάλων. Απέφευγαν να μιλάνε ανοιχτά μπροστά στα παιδιά. Κατέφευγαν σε υπονοούμενα. Σα να ήθελαν να ξορκίσουν το κακό, να μην το κατανομάσουν κι ίσως να μην το αποδεχθούν, να το αποβάλουν από τη ζωή και τη μνήμη τους, να το αρνηθούν, να το ξεχάσουν και ταυτόχρονα να μας προστατέψουν από την ανελέητη Ιστορία.
Χωρίς αποτέλεσμα, χωρίς επιτυχία.
*
Η μοιρασιά της Γιάλτας μάς είχε εντάξει στη Δύση παρόλο που ο λαός μεράκλωνε και βαλαντονόταν με ανατολίτικους ρυθμούς κι από τα σωθικά του έβγαιναν ανατολίτικοι αναστεναγμοί.
Πράγμα που συμβαίνει ακόμα και σήμερα.
*
Ήταν φθινόπωρο και ήταν η μέρα που άρχιζαν τα μαθήματα. Πήγαινα στη δευτέρα τάξη του Δημοτικού. Στο Πρώτο Δημοτικό. Ένιωθα, και νιώθω ακόμα, μιαν υπέρμετρη περηφάνια που πήγαινα σ’ αυτό το σχολείο και νομίζω πως οφείλεται στη γεωγραφική του θέση και ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική του και χαίρομαι που παραμένει όρθιο και δεν αντικαταστάθηκε από μια τσιμεντένια μάζα.
Εκείνη η μέρα ήταν μια ξεχωριστή μέρα διότι μαζί μου ερχόταν και ο γείτονάς μου και φίλος μου Τάκης, τον οποίο είχα κατά κάποιον τρόπο πάρει υπό την προστασία μου, μιας και για κείνον ήταν η πρώτη μέρα σχολείου. Πήγαινε στην πρώτη Δημοτικού και κατά κάποιο τρόπο η παρουσία μου θα τον βοηθούσε να εξοικειωθεί με το σχολείο κι έτσι να κάνει μια καλή αρχή.
Πίσω ακριβώς από το Δασαρχείο, ένα άσχημο κτίριο το οποίο δεν καταλαβαίνω γιατί κρίθηκε διατηρητέο, εκεί που άρχιζε μια τεράστια αλάνα και απλωνόταν μέχρι το σχολείο μας, και η οποία έχει, εδώ και χρόνια, γεμίσει τσιμέντο, όπως όλες οι αλάνες της πόλης, μάς σταμάτησε ένας νέος, ψηλός και γεμάτος δάσκαλος. Ήταν από την πόλη μας. Τον ήξερα. Μόλις είχε διοριστεί, έκτακτος, σ’ ένα διπλανό χωριό και θα περίμενε τη μονιμοποίησή του. Από ό,τι έδειξε η συμπεριφορά του δεν τόχε σκοπό να μείνει έκτακτος για καιρό. Εκείνα τα χρόνια, όσοι ήθελαν να σταδιοδρομήσουν στο Δημόσιο έπρεπε να δείξουν υπέρμετρο εθνικιστικό ζήλο. Πράγμα που εκείνος έκανε με ιδιαίτερη επιτυχία και το ξέρω διότι άθελα μου, μετά από ετούτη την πρώτη συνάντησή μας, παρακολούθησα την εξέλιξή του. Εκεί μέσα στην πρωϊνή ψύχρα της βόρειας Ελλάδας, που ο φθινοπωρινός ήλιος δεν κατάφερνε να νικήσει, μου ζήτησε να βγάλω και να του δώσω το πουκάμισό μου. Του είπα πως το πουκάμισο ήταν δικό μας της οικογένειάς μας, πως πριν το φορούσαν τα μεγαλύτερα αδέρφια μου και τώρα καθώς μεγαλώνω ήρθε η σειρά μου. Το έκαναν κι άλλοι αυτό τότε. Όσοι είχαν μεγαλύτερα αδέρφια. Οι άλλοι μας ζήλευαν. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν γρήγορα και τα ρούχα δεν προλαβαίνουν να φθαρούν ολότελα, τα αποτελειώνουν οι μικρότεροι. Έτσι λοιπόν φορούσα τα ρούχα των μεγαλύτερων αδερφών μου. Εκείνος μου είπε πως το πουκάμισό μου ήταν προσκοπικό, πως γνώριζε τα αδέρφια μου, πως ήταν συνομήλικός τους, πως ήταν μαζί πρόσκοποι και πως το πουκάμισο δεν ήταν δικό μας, πως ανήκε στους προσκόπους και πως καταχρηστικώς το είχαμε κρατήσει. Θα έπρεπε να το είχαμε επιστρέψει από καιρό. Τώρα όφειλαν να αναβιώσουν τις δραστηριότητες των προσκόπων που είχαν ατονίσει τελευταία κι αυτό το είχε αναλάβει εκείνος κι έτσι φρόντιζε να βρει προσκοπικά πουκάμισα για την παρέλαση της εθνικής γιορτής της 28ης Οκτωβρίου. Και καθώς έλεγε όλα αυτά άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό μου. Το προσκοπικό. Κι εμείς σπίτι έτσι το λέγαμε κι εγώ ήθελα από καιρό να το φορέσω. Κι εκείνη τη μέρα το φόρεσα πρώτη φορά κι ετούτος μου τόπαιρνε. Ήταν λίγο φθαρμένο και μούπεφτε κάπως μεγάλο αλλά εγώ το ήθελα. Το έβλεπα που το φορούσε ο προηγούμενος αδερφός μου που κι εκείνος το είχε διαδεχθεί από τους μεγαλύτερους και το ζήλευα. Και τώρα… Έβλεπα την έκπληξή μου να καθρεφτίζεται στα μάτια του Τάκη. Ταυτόχρονα είχαμε κι οι δυο μας μια αδύναμη βουβή οργή. Το ξεκούμπωσε. Το έβγαλε. Το πήρε. Έφυγε. Φορούσα κάτω από το πουκάμισό μου, ένα μακό μπλουζάκι. Αυτό δεν το πήρε. Δεν ήταν προσκοπικό. Δεν το ήθελε.
*
Το φθινόπωρο κάνει ήδη κρύο στην περιοχή μας και θα μπορούσα να κρυώσω και να αρρωστήσω. Κρύωσα. Ιδιαίτερα τη στιγμή που μου έβγαζε το πουκάμισο. Ένα πρωτόγνωρο κρύο. Μια ξαφνική, στιγμιαία ανατριχίλα σ’ολόκληρο το παιδικό κορμί μου. Δεν αρρώστησα όμως. Ακόμα και σήμερα, είναι φορές, που στην αρχή του φθινόπωρου, νιώθω το ίδιο κρύο και θυμάμαι αυτό το περιστατικό. Δεν αρρωσταίνω όμως.
*
Από τα γεννοφάσκια μου με βασανίζει, με παιδεύει αυτή η πατρίδα και η Ιστορία της.
Το ξέρω, δεν είμαι ο μόνος…
*
Πέρασα όλη τη μέρα στο σχολείο μ’ εκείνο το μακό μπλουζάκι. Και δεν έφτανε μόνον αυτό, το μεσημέρι στο σπίτι έπρεπε να απολογηθώ τι έκανα το πουκάμισο. Όσο μιλούσα η αμφιβολία κυριαρχούσε στα μάτια των δικών μου και νόμιζαν πως είχα εφεύρει ο ίδιος αυτή την τόσο απίθανη ιστορία. Μόνον όταν «ανάκριναν», ύστερα από τη δική μου επιμονή, τον Τάκη, ο οποίος, ευτυχώς, επαλήθευσε τα λεγόμενά μου.
Και η οργή έγινε δική τους και εκδηλώθηκε.
Μία θεία μου, η αδερφή του πατέρα μου, η οποία έμενε μαζί μας και γνώριζε τη μητέρα εκείνου του δάσκαλου, άρχισε να λέει πως θυμόταν πολύ καλά πως ναι μεν το πουκάμισο ήταν προσκοπικό, αλλά το είχαμε πληρώσει. Διότι ο ζήλος εκείνων που συμμετείχαν στον προσκοπισμό συμπληρωνόταν και με τα χρηματικά έξοδα της στολής, επομένως το πουκάμισο ήταν δικό μας, γι’ αυτό δεν υπήρχε αμφιβολία. Κι έπειτα αυτό το θυμόνταν και το επιβεβαίωσαν όλοι οι μεγαλύτεροι. Κι αν υπήρχε ανάγκη και χρειαζόταν το πουκάμισο θα μπορούσαμε να τους το δανείσουμε για την ημέρα της παρέλασης.
Η θεία μου ήθελε να σηκωθεί να πάει στο σπίτι της μητέρας του δασκάλου, όπου έμενε κι εκείνος, να κάνει φασαρία, να πάρει πίσω το προσκοπικό πουκάμισο μας. Τη συγκράτησαν.
*
Είχε τη συνήθεια να με παίρνει μαζί της. Η θεία μου. Η αδερφή του πατέρα μου. Μια μέρα συναντήσαμε εκείνον τον δάσκαλο, το τι δεν άκουσε… Δεν ήξερε πως να δικαιολογηθεί.
*
Ο προσκοπισμός δεν τα κατάφερε να αναβιώσει. Στην πόλη μας υπήρχε ένα ορφανοτροφείο. Αφού είδαν κι απόειδαν αποφάσισαν να ντύνουν τα ορφανά προσκόπους και να τα βάζουν να παρελαύνουν.
*
΄Οσο για μένα όταν βλέπω προσκόπους…