Για έναν Έλληνα… «που αυτοκτόνησε στο Παρίσι»    

 

Ποιος είναι ο Γιώργος Αλεξανδρινός ή Μπιζιούρας;

Ένα βιβλίο του και τα λόγια των Αλέκου Φασιανού, Μένη Κουμανταρέα, Θανάση Βαλτινού και Βασίλη Βασιλικού μας τον αποκαλύπτουν…

Με την εύστοχη εισαγωγή «Το πτώμα αυτού του έλληνα φοιτητή που αυτοκτόνησε στο Παρίσι, εγώ δεν το είδα» ο αναγνώστης εισάγεται στην αστυνομικοφανή πλοκή του μυθιστορήματος του Γιώργου Αλεξανδρινού. Μόνο που και το να ανακαλύψεις τα πρόσωπα και τις ιδιότητες του συγγραφέα είναι κάπως σαν να προσπαθείς να ανακαλύψεις τους λόγους της αυτοκτονίας του έλληνα φοιτητή. Διαβάζοντας μάλιστα το βιβλίο, όπου ο κεντρικός ήρωας είναι ένας Έλληνας που ζει στο Παρίσι και κάποια στιγμή η ευρωπαϊκή αστυνομία του αναθέτει να ψάξει να βρει τους λόγους της αυτοκτονίας κάποιου συμπατριώτη του φοιτητή του οποίου το ψευδώνυμο ήταν Γιώργος Αλεξανδρινός, ο αναγνώστης αρχίζει να υποψιάζεται ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το όνομα του του συγγραφέα. και μάλιστα ότι πρόκειται για ψευδώνυμο υπολογισμένο να δημιουργήσει ένα προσωπείο, να γίνει αντικείμενο πραγματολογικής ανάγνωσης που συνδιαλέγεται με το ίδιο το έργο, όπως εξάλλου και το λιτό, άνευ φωτογραφίας, βιογραφικό στο αυτί του βιβλίου όπου σημειώνεται ότι «Ο Γιώργος Αλεξανδρινός γεννήθηκε στην Ελλάδα κι από το 1981 ζει στο Παρίσι». όλα αυτά εξάπτουν το υπολανθάνον αστυνομικό σου δαιμόνιο κι αρχίζεις να αναζητείς το «πραγματικό» πρόσωπο του συγγραφέα. Συναντάς κάποιους ανθρώπους που ανακαλύπτεις ότι τον γνωρίζουν, αλλά με το όνομα Γιώργος Μπιζιούρας και η υποψία σου γίνεται βεβαιότητα.

Μια δύσκολη πορεία

Ο Γιώργος Αλεξανδρινός λοιπόν δεν θα έπρεπε να χρειάζεται συστάσεις. Cut. Πάμε ξανά. Ο Γιώργος Μπιζιούρας δεν θα έπρεπε να χρειάζεται συστάσεις. Κι αυτό γιατί είναι ένας από εκείνους τους Έλληνες που, ζώντας επί πολλά χρόνια στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Παρίσι, δούλεψε πολύ για την προβολή της χώρας αλλά κυρίως του έμψυχου υλικού της: εικαστικών, λογοτεχνών, κινηματογραφιστών.
Ξεκινώντας την επίπονη πορεία του από τα Γρεβενά. «Η πόλη που μεγάλωσα είναι χτισμένη μέσα σε μια γούβα. Λεκανοπέδιο. Μικρό», αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του, κι έχοντας να αντιπαλέψει από μικρός τις επαρχιακές προκαταλήψεις που προσπάθησαν να κάμψουν την επιθυμία του να γίνει ηθοποιός, φεύγει στη Σουηδία. Επιστρέφει στην Ελλάδα ανυπόταχτος και μετά το στρατό δουλεύει σε βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα σπουδάζει στη Σχολή του ΚΘΒΕ κι όταν αποφοιτά αρχίζει να δουλεύει ως ηθοποιός. Στη συνέχεια πηγαίνει στη Γαλλία για να σπουδάσει κινηματογράφο και θεατρολογία και εξασφαλίζει τα προς το ζην κάνοντας διάφορες δουλειές και κυρίως εργαζόμενος σε βιβλιοπωλεία. Αργότερα έχοντας τελειώσει τις σπουδές του εκφράζει την αγάπη του για την ελληνική λογοτεχνία κι από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή και υπεύθυνου της ελληνικής σείρας των εκδόσεων «Griot», όπου εκδίδει στα γαλλικά 13 ελληνικά βιβλία, με χρηματοδότηση του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Βιβλίου ή κονδύλια της ΕΟΚ*. Αναφερόμενος σ’ εκείνη την εποχή ο συγγραφέας σήμερα τονίζει ότι τότε η Ελλάδα είχε χρηματοδοτήσει την έκδοση ενός (1) βιβλίου στα γαλλικά, την «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του Mario Vitti και μάλιστα το κονδύλι διατέθηκε από το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας κι όχι από το υπουργείο Πολιτισμού. Με θητεία λοιπόν στις γαλλικές εκδόσεις ο Γιώργος Αλεξανδρινός-Μπιζιούρας θεωρεί ότι, πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων, οι έλληνες εκδότες πάσχουν από έλλειψη εκδοτικής πολιτικής και κατατρύχονται από το σύνδρομο του μπεστ σέλερ.
Στο διάστημα όλων αυτών των χρόνων δεν σταματά ούτε στιγμή να ασχολείται με τη μεγάλη του αγάπη, τον κινηματογράφο, είτε γράφοντας άρθρα για την έβδομη τέχνη είτε βοηθώντας το Θόδωρο Αγγελόπουλο στην επιλογή τοποθεσιών για τα γυρίσματα του  «Μεγαλέξαντρου» συμμετέχοντας επίσης στο  «Τοπίο στην ομίχλη» συνδράμοντας στο γύρισμα ενός γαλλικού ντοκιμαντέρ για τον μεγάλο έλληνα σκηνοθέτη και συγγράφοντας ένα σενάριο μικρού μήκους ταινίας με τίτλο «Αλεξάνδρεια», εμπνευσμένο από ένα ποίημα του Γιώργου Χρονά. Εξάλλου και σήμερα πρωταρχικός του στόχος δεν παύει να είναι το γύρισμα αυτής της ταινίας. Γι’ αυτό όταν τον ρωτάς ποιο θεωρεί τελικά πως είναι το επάγγελμά του, απαντά κάπως συβυλλικά: «Ενδιαφέρομαι για την αναζήτηση της Τέχνης σε όλες της τις μορφές. Θα ήθελα να ήμουν κινηματογραφιστής κι εάν μέχρι σήμερα δεν το κατάφερα, το λάθος είναι των άλλων, αλλά η ευθύνη δική μου».

Ένα υποδειγματικό περιοδικό

Με μόνιμο γνώμονα την ανάδειξη της καλλιτεχνικής δημιουγίας, ο Γιώργος Μπιζιούρας εκδίδει στο Παρίσι το «θεωρείο» ένα ξεχωριστό περιοδικό τόσο από πλευράς ύλης όσο και από πλευράς εμφάνισης. Ο υπότιτλος του «μηνιαία επιθεώρηση αισθητικών και λοιπών αναζητήσεων» δίνει μια ιδέα για το περιεχόμενό του χωρίς να εκφράζει όμως απόλυτα το εύρος των θεμάτων με τα οποία ασχολήθηκε. Διότι πέρα από τα άρθρα για το θέατρο, τον κινηματογράφο, τα εικαστικά, τη λογοτεχνία την αρχιτεκτονική και τη μουσική στα 14 τεύχη του περιοδικού συναντά κανείς εκτεταμένες συνεντεύξεις με δημιουργούς και εκδότες, άρθρα με μορφή χρονικού, διηγήματα, θέματα για τον σχεδιασμό, τη φωτογραφία, κόμικ, παραμύθια κ.λπ.

Πρόσωπα και προσωπεία

«Ο έλληνας φοιτητής που αυτοκτόνησε στο Παρίσι» είναι ένα από τα μετρημένα στα δάχτυλα ενός χεριού βιβλία που ξεχώρισαν την προηγούμενη χρονιά. Πρόκειται για ένα αστυνομικοφανές μυθιστόρημα όπου μέσα από την αναζήτηση των λόγων της αυτοκτονίας του φοιτητή έχουμε μια μερική αποτίμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των θεσμών της, της ελληνικής παροικίας του Παρισιού, του γαλλικού εκδοτικού χώρου. Παράλληλα, όμως, θίγονται και πανανθρώπινα ζητήματα όπως η αλήθεια και το ψέμα, η σχέση προσώπου με προσωπείο και γίνεται εκτενής αναφορά στο δοκίμιο του Ντιντερό «Το παράδοξο του ηθοποιού». η συνάφεια εξάλλου του συγγραφέα με το θέατρο, τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο γίνεται φανερή και από τις άμεσες ή έμμεσες αναφορές του σ’ όλους αυτούς τους τομείς. Κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής αναφέρει «…εγώ είμαι ο Ντίνος Ηλιόπουλος στο « Δράκο » του Νίκου Κούνδουρου» ή αλλού «είμαι η Άννα Καρίνα στην ταινία « Made in U.S.A. » του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ».
«Κάποια στιγμή, επιλέγοντας μυθιστορήματα άλλων και συζητώντας γι’ αυτά, σκέφτηκα να γράψω ένα βιβλίο στο οποίο θα φαίνονταν και οι απόψεις μου για το πως θα πρέπει να είναι ένα μυθιστόρημα», δηλώνει ο συγγραφέας.
Ζώντας τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια στη Γαλλία, μοιάζει να διστάζει να μιλήσει για τη σημερινή Ελλάδα. «Νομίζω ότι τα ξέρετε καλύτερα από εμένα», επιμένει. «Εγώ ακούω και μαθαίνω από όλους πράγματα για τη σημερινή Ελλάδα που δεν τα αγαπώ, αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι κι εσείς δεν τα αγαπάτε». Στο βιβλίο του κάπου αναφέρει ότι «Στην ξενιτιά δεν είσαι εσύ» και τον ρωτώ τι σημαίνει αυτό γι’ αυτόν. «Στην ξενιτιά είσαι ξένος που σημαίνει μόνος. Ξένος είναι κάποιος που δεν τον θέλει κανείς και που ίσως αυτός να ήθελε όλον τον κόσμο.Στην ξενιτιά δεν έχεις από που να πιαστείς και είσαι κατά κάποιον τρόπο « είλωτας για τους Σπαρτιάτες και προδότης για τους είλωτες », όπως λέει κι ο Άρης Αλεξάνδρου. Επιπλέον η κατάσταση των Ελλήνων στη Γαλλία είναι πολύ δύσκολη διότι οι αναφορές που έχουν οι Γάλλοι για τους Έλληνες σταματάνε στα πολύ παλαιά χρόνια κι ένας νεοέλληνας δεν έχει καμιά σύγχρονή του αναφορά για να πιαστεί από εκεί». Επιμένει λοιπόν ότι όταν βρίσκεται στην Ελλάδα νοσταλγεί το Παρίσι και καταλήγει πικρά «διότι εκεί οι άνθρωποι πεθαίνουν αξιοπρεπώς όπως θα αντιληφθήκατε πρόσφατα».

Είπαν γι’ αυτόν

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
Τον Γιώργο Μπιζιούρα τον γνώρισα στο Παρίσι την εποχή που οι εκδόσεις «Griot», κατόπιν προτροπής του, ξεκινούσαν μια σειρά ελληνικής λογοτεχνίας μια σειρά ελληνικής λογοτεχνίας. Είναι ένας πολύ σεμνός άνθρωπος που αφότου εγκαταστάθηκε στο Παρίσι στη δεκαετία του ’80, άλλαξε τον ρου των περί των ελληνικών εκδηλώσεων με ποικίλους τρόπους. Έβγαλε μια σειρά με έλληνες συγγραφείς και το «θεωρείο» του διέφερε από όλα τα άλλα προϊόντα της διασποράς κατά το ότι προσπαθούσε να συνδέσει τους Έλληνες της διασποράς με τα δρώμενα του ελληνικού χώρου. Η διανομή του όμως που είχε στην Ελλάδα δεν ήταν καλή και γι’ αυτό νομίζω ότι τελικά έκλεισε. Παράλληλα, πρέπει να τονίσω ότι ήταν μια αυτόβουλη ενέργεια που δεν υπολόγιζε σε χρηματοδότηση από τον κρατικό κορβανά, γιατό ο Γιώργος είναι ιδεολόγος παλεύει μόνος του γι’ αυτό που πιστεύει. Είναι νομίζω προφανής και η εκτίμησή μου για το βιβλίο του διότι το παρουσίασα στην εκπομπή μου «Άξιον εστί» όπου παρουσιάζω βιβλία που μου αρέσουν. Ο Μπιζιούρας είναι άτομο που έχει προσφέρει πολλά και θα προσφέρει ακόμη περισσότερα δοθείσης ευκαιρίας.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ
Νομίζω ότι αφορμή για τη γνωριμία μας ήταν κάποιο συνέδριο για τη γλώσσα στους Δελφούς. Η επόμενη συνάντησή μας έγινε στο Παρίσι την εποχή που είχαν διοργανωθεί «Οι Ωραίες ξένες» η μικρή μάλιστα ομιλία μου εκεί δημοσιεύτηκε στο «θεωρείο» κι εκτίμησα ιδιαίτερα τη σφορδή επιθυμία του να μεταφραστεί η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό. Το «θεωρείο» ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα και σεμνή παρουσία, μια ιδιαίτερη ματιά για τα ελληνικά πράγματα από έναν τρίτο χώρο. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον «έλληνα φοιτητή που αυτοκτόνησε στο Παρίσι» μια κι ο ήρωας του Γιώργου είναι ένας Έλληνας που βρίσκεται σε άλλο πολιτισμικό και γεωγραφικό χώρο και παρακολουθεί από εκεί τα ελληνικά τεκταινόμενα. Με το πρόσχημα της ανακάλυψης του φοιτητή κάνει ορισμένες εξαίρετες παρατηρήσεις τόσο επί όσων συμβαίνουν στην Ελλάδα, όσο και περί της μοίρας του Έλληνα που ζει στο εξωτερικό. Το βιβλίο αυτό ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για μένα, διότι τον Μπιζιούρα τον ήξερα κυρίως ως κινηματογραφιστή, αυτή του η ιδιότητα εξάλλου φαίνεται και μέσα στο βιβλίο του.

ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ
Συμπαθής και πληθωρικός, ο Γιώργος Μπιζιούρας διηύθυνε το «θεωρείο», ένα περιοδικό της μικρής ελληνικής παροικίας στο Παρίσι, όπου ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό ενδιαφέρεται για την καλλιτεχνική δημιουργία. Το περιοδικό ήταν όμορφο και απλό, προσπαθούσε να προσεγγίσει τους Έλληνες της διασποράς και να προσφέρει τη δυνατότητα γνωριμίας του κοινού του με ιδέες, καλλιτέχνες και πολιτιστικά γεγονότα, με στόχο την προβολήτης ελληνικής δημιουργίας.

ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ
Η γνωριμία μας έγινε με αφορμή την προσπάθεια του Μπιζιούρα να εκδόσει τα έργα κάποιων ελλήνων συγγραφέων κι αν θυμούμαι καλά, ο Βασίλης Βασιλικός, που είναι πάντοτε γενναιόδωρος, έπαιξε ρόλο μεσάζοντα. Αργότερα έκανε την παρουσίαση του βιβλίου μου «Η φανέλα με το εννιά» στο Μπομπούρ. Την εποχή εκείνη συνεργάστηκα και με το «θεωρείο» το οποίο ήταν ένα πολύ καλό και φροντσιμένο περιοδικό, μια εξαιρετική προσπάθεια των Ελλήνων της διασποράς, το οποίο δυστυχώς δεν μπόρεσε να ορθποδήσει πιθανώς δεν το άφησαν οι ίδιοι οι Έλληνες. Θυμάμαι επίσης ότι ο Γιώργος Μπιζιούρας είχε τραβήξει εμένα και τον Βασιλικό κάποιες πολύ όμορφες φωτογραφίες, διότι  είναι και πολύ καλός φωτογράφος. Αργότερα έμαθα ότι είχε σκοπό να εκδόσει ένα μυθιστόρημα και προσπάθησα να τον βοηθήσω φέρνοντάς τον σε επαφή με κάποιον μεγαλοεκδότη, η επαφή όμως αυτή δεν ευωδόθηκε. Έμαθα με ευχαρίστηση ότι βρήκε εκδότη και παρ’ ότι δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του, έχω ακούσει πολύ καλά λόγια.

* Ελληνικά βιβλία που εκδόθηκαν στα γαλλικά από τις εκδόσεις «Griot», όταν ο Γιώργος Μπιζιούρας ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής και υπεύθυνος της ελληνικής σειράς: «Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο» και «Το ελικόπτερο» του Βασίλη Βασιλικού, «Από την άλλη όχθη του χρόνου» της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλιέξ, «Η ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα, «Τα πεζά» του Κώστα Καρυωτάκη, «Η φανέλα με το εννιά» και «Ο ωραίος λοχαγός» του Μένη Κουμανταρέα, «Η μεγάλη πομπή» του Αλέξη Πανσέληνου, «Ποιήματα» του Ηλία Πετρόπουλου, «1993» του Βασίλη Πεσματζόγλου, «Η κυρία της βιτρίνας» του Σπύρου Πλασκοβίτη, «Eroica» του Κοσμά Πολίτη, «Ο θρύλος του Κωνσταντή» του Κώστα Χατζηαργύρη.

Λίλυ Εξαρχοπούλου, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 28 Ιανουαρίου 1996

Ce contenu a été publié dans Κριτικές, Λογοτεχνία, avec comme mot(s)-clé(s) , , , , , . Vous pouvez le mettre en favoris avec ce permalien.